Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(ὁδόντας ἔχειν

См. также в других словарях:

  • κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… …   Dictionary of Greek

  • τρίστοιχος — η, ο / τρίστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ. β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ. γ. «ἔχειν ἐπ ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.) αρχ. 1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»