-
1 εδωδη
дор. ἐδωδά ἥ1) пища, еда(οἶνος καὴ ἐ. Hom.; δίαιτα καὴ ἐ. Plut.)
2) ( действие) еда, питание(ὀδόντας ἔχειν ἐδωδῆς χάριν Arst.)
3) корм(παρὰ ἵπποις βάλλειν ἐδωδήν Hom.; sc. ἰχθύων Theocr.)
4) прием пищи, трапезаἐσθίειν τι ἐπὴ μιᾶς ἐδωδῆς Arst. — съедать что-л. за один раз
-
2 εισωθεν
Iпреимущ. ион. и староатт. ἔσωθεν adv.1) изнутри(ἔ. ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; ἥ κίνησις γίνεται ἔ. Arst.)
2) внутри(ὀδόντας ἔχειν Arst.)
II(ναοῦ Eur.)
-
3 εσωθε
Iadv.1) изнутри(γίγνεσθαι Arst.)
οἱ ἄνεμοι οἱ ἔ. ἐκπνέοντες Her. — ветры, дующие с внутренней стороны, т.е. с Понта и Пропонтиды2) внутри(ὁδόντας ἔχειν ἔ. καὴ ἔξωθεν Arst.)
ἕτερον ἔ. τεῖχος περιθέει Her. — другая стена тянется кругом внутри (первой);II(ἄντρων Eur.)
-
4 εσωθεν
Iadv.1) изнутри(γίγνεσθαι Arst.)
οἱ ἄνεμοι οἱ ἔ. ἐκπνέοντες Her. — ветры, дующие с внутренней стороны, т.е. с Понта и Пропонтиды2) внутри(ὁδόντας ἔχειν ἔ. καὴ ἔξωθεν Arst.)
ἕτερον ἔ. τεῖχος περιθέει Her. — другая стена тянется кругом внутри (первой);II(ἄντρων Eur.)
-
5 χειλος
- εος τό1) губаχείλεσι γελᾶν Hom. — улыбаться одними губами;
ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύς Hom. и χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας Eur. — закусив губы;χείλεσιν ἀμφιλάλοις ἐπιβρέμειν Arph. — тараторить без умолку;ἐπ΄ ἄκρου τοῦ χείλους ἔχειν τι Luc. — знать что-л. на зубок;ἀπ΄ ἄκρου χείλους φιλοσοφεῖν Luc. — философствовать поверхностно, пустословить с видом философа;προσαρμόζειν τὰ χείλη Luc. — прикасаться губами;ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλεῖν τινι NT. — говорить с кем-л. по-другому2) pl. клюв(πελειῶν Eur.; ἀλκυόνων Anth.)
3) край(κρατῆρος, ταλάρου Hom.; τάφρου Hom., Thuc., Polyb.; πίθου Hes., Polyb.)
4) берег(τοῦ ποταμοῦ, τῶν λιμνέων Her.; τῆς θαλάσσης NT.)
См. также в других словарях:
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
τρίστοιχος — η, ο / τρίστοιχος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει διαταχθεί σε τρεις σειρές (α. «τρίστοιχοι ὀδόντες πυκνοί», Ομ. Οδ. β. «τρίστοιχοι κριθαί», Θεόφρ. γ. «ἔχειν ἐπ ἀμφότερα τριστοίχους τοὺς ὀδόντας», Αριστοτ.) αρχ. 1. τριπλός («τρίστοιχοι κεφαλαί», Ερμησιάν … Dictionary of Greek